- θολικός
- θολικός, ή, όν,A with a dome,
στοά Suid.
s.v. Δαμιανός.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στοά Suid.
s.v. Δαμιανός.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θολικός — ή, ό (Μ θολικός, ή, όν) [θόλος] 1. αυτός που έχει θόλο 2. αυτός που έχει σχήμα θόλου νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το θολικό ο θόλος («τα θολικά τών εκκλησιών») … Dictionary of Greek
θολικήν — θολικός with a dome fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θόλος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 918 κάτ.) στην πρώην επαρχία Φυλλίδος του νομού Σερρών. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, 26 χλμ. ΝΑ των Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζίχνης. * * * ο (ΑΜ θόλος, ὁ και ἡ, Μ και ουδ. θόλον, τό)… … Dictionary of Greek